- ὁμαλοί
- ὁμαλόςevenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… … Dictionary of Greek